στιγέας

στιγέας
ο / στιγεύς, -έως, ΝΑ
νεοελλ.
αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς
αρχ.
1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με καυτηρίαση («καὶ στιγέας ἄμα τούτοισι ἀπέπεμψε στίξοντας τὸν Ἑλλήσποντον», Ηρόδ.)
2. όργανο με το οποίο στίζεται, στιγματίζεται κάτι με πυράκτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ- τού στίζω* (πρβλ. στίγ-μα) + επίθημα -εύς (πρβλ. στιβ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στιγέας — στιγέᾱς , στιγεύς tattooer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”